- ἐφίλησα
- φιλέωloveaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κἀφίλησ' — ἐφίλησα , φιλέω love aor ind act 1st sg ἐφίλησε , φιλέω love aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφίλησ' — ἐφίλησα , φιλέω love aor ind act 1st sg ἐφίλησε , φιλέω love aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έκπαγλος — η, ο (AM ἔκπαγλος, ον) αυτός που αφήνει κάποιον έκπληκτο με την ομορφιά, τη δύναμη ή άλλο προτέρημα (α. «εκπάγλου κάλλους» β. «σθένει ἔκπαγλος» με εκπληκτική δύναμη γ. «ἐν πόνοις ἔκπαγλος» θαυμαστός για τα κατορθώματά του) αρχ. 1. εκπληκτικός,… … Dictionary of Greek